προρρητικός

προρρητικός
-ή, -όν, Α [πρόρρησις]
1. προφητικός
2. (το ουδ. ως κύριον όν.) Προρρητικόν
τίτλος πραγματείας τού Ιπποκράτους στην οποία εκτίθεται ο τρόπος τού να προλέγει κανείς τις ασθένειες από τα συμπτώματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προρρητικά — προρρητικός predictive neut nom/voc/acc pl προρρητικά̱ , προρρητικός predictive fem nom/voc/acc dual προρρητικά̱ , προρρητικός predictive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῶν — προρρητικός predictive fem gen pl προρρητικός predictive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικόν — προρρητικός predictive masc acc sg προρρητικός predictive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικοῖς — προρρητικός predictive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικοῦ — προρρητικός predictive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῆς — προρρητικός predictive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῇ — προρρητικός predictive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῶς — προρρητικός predictive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προρρητικῷ — προρρητικός predictive masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿԱՆԽԱՍԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 1050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. προρρητικός vaticinans, praedicens. Կանխաւ ասօղ. գուշակօղ. *Կանխասաց մարգարէին, կամ մարգարէիցն: Կանխասաց եղեալ մրգարէին՝ ասէ. Լմբ. վերափոխ.: Զքր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”